Ιστορία Δεύτερη ( Μακριά σε μήκος και μόνο για υπομονετικούς ! )
Ήταν λίγο πριν από κάποια Χριστούγεννα του Τότε. Στο Πρώτο Δημοτικό Θήβας.
Δεν είχαν κλείσει τα σχολεία για τις Γιορτές, αλλά στο μυαλό και τα φερσίματα των δωδεκάχρονων ήταν σαν ήδη να ‘χε φτάσει το δωδεκαήμερο. Εξάλλου τούτο και να θέλανε να το ξεχάσουν -που δεν θέλανε- δεν μπορούσαν. Αφού δεν ξεκόλλαγαν τα ματάκια τους από τα στολίδια στο κλαδί του πεύκου, που σαν φυτεμένο είχε χωθεί, σε χρυσοτυλιγμένη με γυαλιστερή κόλλα γλασέ, γλάστρα και με την χάρτινη φάτνη δίπλα, στη γωνιά της αίθουσας, παραδίπλα από τον μαυροπίνακα. Τα μάτια τους τρέχανε, λαμπερά κι αναμμένα, από αυτή την γωνιά του δένδρου στα μεγάλα παράθυρα, με τα πασπαλισμένα με χρυσόσκονη πολύχρωμα χάρτινα αστεράκια και από κει γλιστρούσαν οι ματιές στους τοίχους με τις αστραφτερές γιρλάντες και τους ταράνδους από ασημοπασπαλισμένο φελιζόλ. Η λάμψη από όλα αυτά τα στολίδια, βυθιζόταν στην ματιά των παιδιών και απ΄ τον βυθό εκεί, χωνόταν βαθιά στο μυαλό τους, όπου πετούσαν τα με ροδοκόκκινα μάγουλα, σαν παριζιάνες κοκέτες, χερουβείμ. Μέσα στην Χάρτινη Φάτνη, κάτω από το πεύκο, είχαν χωθεί με το μυαλό τους τα παιδιά, πότε σαν αγγελάκια, πότε σαν μάγοι ή βοσκοί, πότε σαν Παναγίες και Ιωσήφ ή ακόμα και αρνάκια. Ανέγγιχτο το Βρέφος. Και κανείς τους βέβαια δεν γινόταν στην φαντασία του γαϊδούρι. Ήταν από αυτές τις χάρτινες Φάτνες εκείνης της Τότε Εποχής, που όταν ήταν διπλωμένη, έβλεπες ένα επίπεδο πολύχρωμο χαρτόνι. Αλλά άμα το τράβαγες και ξεδιπλωνόταν, με σχεδόν μαγικό τρόπο, να ‘σου και από το πουθενά, πετάγονταν όλα και όλοι έξω, σε επίπεδα φανταχτερά, προκλητικά και ερεθιστικά για την αχαλίνωτη παιδική φαντασία.
Που μυαλό για μάθημα και προσοχή !. Κανείς δεν έβλεπε πίνακα, δεν έβλεπαν, ούτε κι άκουγαν και τον δάσκαλο. Τι κι αν ο δάσκαλος ήταν ο Διευθυντής, ο μεγαλύτερος ο Ανανίκας, απόλυτος κύριος της κατάστασης, όλες τις άλλες φορές. Τότε που δεν ακουγόταν καν ψίθυρος. Εκείνη την προχριστουγεννιάτικη μέρα τα δωδεκάχρονα ξαναμμένα, είχαν πολλά οκτάνια σε κινητήρα V16. Και ο Ανανίκας με μακρόσυρτη και σχεδόν τσιριχτή, στριγκιά φωνή, νοιώθοντας απελπισμένος και ανήμπορος σε κάποια στιγμή το βγάζει :
«Μωρέ δεν έχετε φιλότιμο !».
Παγωμάρα στην αίθουσα μεμιάς. Φοβερό ! Τρομερό ! Και κάτι παραπάνω ! Τι ήταν αυτό ; Απειλή, αρχή βαριάς τιμωρίας για όλη την Τάξη ή βρισιά από αυτές που απαγόρευε κάθε αναφορά, έστω και σε περίφραση, ο παπάς στο Κατηχητικό στον Αη Γιάννη τον Καλοκτένη ! Πρωτάκουστη κι Ανήκουστη, μέχρι τότε. Τώρα.... ; Μπας και δεν θα γίνουν οι Παύσεις ; Μπας και δεν κλείσει το Σχολείο ; Μήπως δεν έλθουν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά ; Πάνε τα Κάλαντα, Αη Βασίλης και τα Γλυκά ; Χαμένος κόπος και τα τόσα Στολίδια. Χαρτόνι χωρίς νόημα έγινε μεμιάς και η Φάτνη !
Και οι γονείς ...; Τι θα γίνει με τους γονείς σαν το μάθουν ; Ακούς εκεί Φιλότιμο….,δεν έχουμε Φιλότιμο ; Απόλυτη Βουβαμάρα μέχρι Τρομάρα στην ψηλοτάβανη αίθουσα, με τα ατέλειωτα μεγάλα παράθυρα και ζοφερές σκέψεις : ¨Τι είναι αυτό που έπρεπε, να έχουμε και δεν το έχουμε. Θα το έχει άραγε Βούλγαρης , Φαρμακάς και Χατζηϊωάννου ;». Διάχυτη η Παγωμάρα.
Μέχρι που τρόμαξε και ο ίδιος ο Ανανίκας. Τα ‘χασε προς στιγμή και εκείνος με την νέα κατάσταση. Στο τέλος της καριέρας του ήταν, είχε τα χρονάκια του στην έδρα και δεν άντεχε και τις απότομες μεταβολές… Κατάλαβε… «Μωρέ δεν ξέρετε το Φιλότιμο ! … Δεν ξέρετε τι θα πει Φιλότιμο ! » είπε και αναρωτήθηκε, ξύνοντας την κεφαλή του. Και μόνο που ξανάκουσαν πάλι την άγνωστη λέξη και μάλιστα να επαναλαμβάνεται δυο φορές, τα παιδιά λούφαξαν και χώθηκαν ακόμα πιο βαθιά στα θρανία τους. Λίγο ακόμα και θα χώνονταν από κάτω.
«Μωρέ, αλήθεια δεν ξέρετε τι πάει να πει φιλότιμο», ξαναβραχνοκοκκορίζει ο Ηλίας, ο Δάσκαλος. Άρχισαν να βαραίνουν οι ενοχές και σ΄ αυτόν. Δάσκαλος στην χρονιά ήταν , αλλά επίσης και Διευθυντής για χρόνια στο Σχολείο. Κανείς από τους δασκάλους στις προηγούμενες τάξεις δεν ανέφερε το Φιλότιμο ;. Εκπαιδευτική παράλειψη σημαντικού βαθμού !. «Πες μου εσύ, Γιάννη» λέει στον πρώτο που καρφώνει με το βλέμμα του. Να το πει, να μη το πει ο Γιάννης, τελικά καταφέρνει να ψελλίσει : « Το καλύτερο κομμάτι απ΄ το δαμάλι, Κύριε». Ο Γιάννης, ήταν ο μικρός γιος χασάπη, με ευπρεπές, κατά τα συνηθισμένα Τότε, χασάπικο στην Αγορά, χωρίς τοίχο στην πρόσοψη, τσιγκέλια ένα σωρό στους πλαϊνούς τοίχους και ογκώδες κούτσουρο από κάτω, ξύλινο κλουβί με καλλικέλαδη γαλιάντρα και τεράστιο παλιό ψυγείο στον απέναντι τοίχο, που χώραγε ολόκληρο σφαγμένο και γδαρμένο κοπάδι και χανόταν μέσα του και ο πατέρας του Γιάννη και αγωνιούσαμε σαν παιδιά για το πότε και εάν θα ξαναβγεί ! Το χασάπικο έκλεινε τα βράδια και στις σχόλες, μόνο με ανασυρόμενο και αναδιπλούμενο επάνω χειροκίνητα, δικτυωτό σιδερένιο ρολό, με μεγάλα μάτια για να κυκλοφορεί εύκολα και ελεύθερα ο αέρας, τα ποντίκια και τα γατιά τις νύκτες. « Φτού» ακούγεται να βγαίνει απ΄ το στόμα του Δάσκαλου και βρίζοντας, παιδαγωγικά όμως από μέσα του, γυρίζει τυχαία στον παραπέρα Κώστα.
Τούτος και επειδή είχε από καιρό εμφανή τα σημάδια μιας πρόωρης εφηβείας, με αρκετά σπυράκια ακμής στο πρόσωπο, κάθε βράδυ έβλεπε και κούρνιαζε στο κρεβάτι του, όχι με την μαϊμού του Ταρζάν ,που είχε μέχρι πέρυσι, αλλά με την Ιταλίδα σταρ, κορίτσι του ήρωα, του τελευταίου Σινεάκ της Κυριακής. Προτιμούσε τις Ιταλίδες λόγω πασιφανών εμπεριεχομένων χυμωδών προτερημάτων. Και λέει ο σχεδόν έφηβος θα ‘λεγες πια, Κώστας με όμως τρεμάμενη φωνούλα : «Μακρύ και γερό φιλί, Κύριε».
Το «Κύριε» πάντα ήταν απαραίτητη κατάληξη της κάθε πρότασης των παιδιών προς τον Κύριο, αλλά δεν έσωσε σ΄ αυτή την ώρα τον Κώστα, από το ηχηρό μπάτσο με το βαρύ χέρι του Κυρίου. Παρατάει τα αγόρια έξαλλος ο Ηλίας και γυρίζει προς τα θρανία των κοριτσιών.
Αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη και σε πλήρη αυτοματισμό σηκώνει το χέρι η Ρηνούλα, η πάντα πρόθυμη και καλόβολη για απαντήσεις, άσχετα αν σχεδόν ποτέ δεν ήταν σωστές, το χέρι μονίμως και περιέργως να εκτινασσόταν σαν από ελατήριο και πύραυλος από το Τότε Κανάβεραλ και τα πυρηνικά υποβρύχια του επίσης Τότε Ψυχρού Πολέμου. Και πριν την ρωτήσει ο Κύριος πετάγεται : «Φυλαχτό, Κύριε». Σταυροκοπιέται απελπισμένος ο Ηλίας και σωστά περνάνε από μπροστά του και τα πέντε μελλοντικά παιδιά, που έκανε αργότερα και από νωρίς – νωρίς και ξεπέταξε γρήγορα- γρήγορα, με περισσή στοργή και φροντίδα, η Ρηνούλα και τα ΄χε και τα πέντε, με ραμμένα τρίματα από Τίμιο Ξύλο, από Σαγματά και Ευαγγελίστρια, σε μικροσκοπικό, φουσκωτό σακουλάκι από λευκό σατέν και με παραμάνα πιασμένα στα φανελάκια, δίπλα στην μασχάλη και των πέντε και να τα μεταφέρει, με επιμέλεια κάθε φορά που έπλενε τα φορεμένα ασπρόρουχα, στις νέες μοσχοβολιστές αλλαξιές.
Βαριανασαίνοντας, επικίνδυνα για την ηλικία του, ο Ηλίας ο Δάσκαλος γυρίζει στην διπλανή της, την Ισμήνη, που δεν έχανε με τίποτα όλα τα μαθήματα στο Κατηχητικό, στον Αη Γιάννη στον Καλοκτένη, Κυριακή απόγευμα. Πριν καν την ρωτήσει, χαμηλοβλεπούσα εκείνη, που στα μετέπειτα χρόνια άργησε να παντρευτεί, μέχρι που βρήκε μπροστά της τον μακεδόνα ιερέα, βιαστικά και ψιθυριστά λέει στον Δάσκαλο : « Πολύτιμο, Κύριε».
Ξέπνοος, απαγοητευμένος και αμίλητος ο Ανανίκας γυρίζει και σωριάζεται στην έδρα. Σε δύσκολη θέση ο Ανανίκας !. Πώς να εξηγήσει σε δωδεκάχρονα τι θα πει Φιλότιμο ; Καλός Δάσκαλος ήτανε, αλλά άντε να καταλάβουν τα παιδιά, την στιγμή που ακόμα και πολλοί μεγάλοι δεν το ξέρουν και δεν το έχουν ποτέ απαντήσει. Μαλάκωσε, ηρέμησε, ηρέμησαν κάπως και τα παιδιά, άλλαξε έκφραση στην φάτσα του. Εξάλλου Χριστούγεννα ερχόντουσαν σε λίγες μέρες και το Πνεύμα των Χριστουγέννων έπρεπε να πιάσει μικρούς και μεγάλους.
Απ΄ εκεί στην έδρα, προσπάθησε να σκεφτεί. Καλός Δάσκαλος ήταν ο Κύριος και έπρεπε να σκεφτεί καλά και αποδοτικά. Πρέπει να το εξηγήσει με τρόπο για να το καταλάβουν τα παιδιά. Πρέπει να ξεκινήσει με κάτι πιο προσιτό στα παιδιά, κάτι γνωστό και χειροπιαστό σ΄ αυτά. Να ξεκινήσει από παράδειγμα, για μια τόσο αφηρημένη έννοια. Έτσι όπως ο Ένας και Μοναδικός Κύριος ξεκινούσε στους άλλους μαθητές του πριν 1930 χρόνια περίπου ή Ο Σωκράτης ακόμα πιο παλιά, με την μαιευτική μεθοδο !
Και ξαφνικά, τον βλέπουν τα παιδιά να ανακάθεται, να σηκώνεται όρθιος και τον ακούν να λέει : « Τον Β… τον….(είπε όνομα κι επίθετο) τον ξέρετε, έτσι δεν είναι ;».
Δειλό και σιγανό ¨Ναι¨ βγήκε από 4-5 στόματα των πιο θαρραλέων αγοριών και αμίλητο, επαναλαμβανόμενο καταφατικό κούνημα της κεφαλής, σαν από τα τιγράκια στο πίσω τζάμι των ΤΑΧΙ της εποχής, από άλλα 5-6 παιδιά. Τα υπόλοιπα παιδιά, ούτε μιλιά, ούτε κούνημα. Όμως όλα τα παιδιά τον ξέραν τον Β….. Είχε φύγει πια απ’ το σχολείο και ήταν στο Γυμνάσιο. Ένα – δυο χρόνια μεγαλύτερος, άριστος μαθητής, άριστος χαρακτήρας, καλό παιδί και φιλικός με όλους και για όλα και γνωστός σε όλους.
Και άρχισε θριαμβευτικά ο Ανανίκας να λέει :
« Ε, λοιπόν μια μέρα ήθελα να ειδοποιήσω τον Δήμαρχο να έλθει στο Σχολείο για κάτι. Μπροστά μου, τυχαία, βρέθηκε ο Β….. Ανοίγω το στόμα και του λέω : «Β….., θέλω να μου κάνεις μια δουλειά». «Μάλιστα Κύριε» λέει αμέσως ο Β…... Ξεκινάει ο Ανανίκας : « Β…., θέλω να πας στο Δημαρχείο….». «Δεν απόσωσα τα λόγια μου», λέει ο Ανανίκας στα παιδιά «και χάνω τον Β……. από μπροστά μου». Και συνεχίζει ο Ανανίκας : «Σαν σφαίρα άρχισε να τρέχει, βγαίνει από την πόρτα, κουτρουβαλώντας τα σκαλοπάτια, πετιέται στον δρόμο, στρίβει δεξιά, και ώσπου να βγω στο παράθυρο να του φωνάξω και να τον καλέσω πίσω, τον είδα που έστριβε και χανόταν στην Πινδάρου προς τα κάτω. Τα ‘χασα και περίμενα με αγωνία, έτοιμος να τρέξω πίσω του. Ευτυχώς γρήγορα μετά από λίγο, είδα από το παράθυρο τον Β….. να ξαναστρίβει από την Πινδάρου και να ‘ρχεται σιγά-σιγά, με τα χέρια κρεμασμένα και τα αυτιά πεσμένα, κατακόκκινος στα μάγουλα. Όταν ήλθε μέσα, τον κοίταξα, χωρίς να μιλήσω, για να συνέλθει, με κοίταξε κι εκείνος και δειλά με ρώτησε : « Τι να κάνω στο Δημαρχείο, Κύριε ; ». " Κάπου έξω από το δημαρχείο το θυμήθηκε ο αθεόφοβος ! " είπε ο Ανανίκας .
Και τότε ήταν που ο Ανανίκας, ενθουσιασμένος για την αληθινή παραβολή του, είπε με δασκαλίστικο στόμφο Κυρίου στα παιδιά :
« Αυτό θα πει Φιλότιμο ! Καταλάβατε τώρα τι θα πει Φιλότιμο ; ».
Δεν ξέρουμε με σιγουριά αν τα παιδιά κατάλαβαν Τότε, τι θα πει Φιλότιμο, αλλά σίγουρα χάρηκαν που τελικά έγιναν μετά από λίγες μέρες οι «Παύσεις», ήλθαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, Κάλαντα , Αη Βασίλης, Γλυκά και τα λοιπά….
Και κάποια στιγμή, άλλοι νωρίτερα, άλλοι αργότερα, κατάλαβαν τι θα πει Φιλότιμο…! Θηβαίοι και Έλληνες ήταν κι αυτά…
Και ο πραγματικά Φιλότιμος και Μοναδικός Β. ;
Επιβεβαίωσε τον θλιβερό κανόνα, για τους Άριστους που «πετάνε» νέοι.. Χαμός στην Θήβα του Τότε… Με βαθύ πόνο και ανήμπορη συμπάθεια κάθε φορά, θυμόμαστε την μεγαλύτερή του αδελφή - άριστη κι αυτή σε Όλα της- να φοράει για πάρα πολύ καιρό, μαύρη σχολική ποδιά, πικροχαμογελούσα ….Αδικοχαμένος κι αυτός, όπως και κάποιοι άλλοι και άλλες της γενιάς μας…. Αλλά μήπως για αυτό δεν είναι επίσης - όχι μόνο για χαρές- τα Χριστούγεννα και οι Γιορτές….. Να θυμόμαστε και τους Καλούς και Φιλότιμους, που κάποτε υπήρξαν και εντελώς άδικα και νωρίς ¨φύγανε¨.
Αλλά κάποιοι δεν τους ξεχνάνε…!
Πόδη Λατούσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου